- υδροθερμικός
- η , ο[ν] гидротермический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδροθερμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις πηγές θερμών υδάτων ή αυτός που προκύπτει από επίδραση τών υδάτων αυτών 2. φρ. α) «υδροθερμικά διαλύματα» γεωλ. τα θερμά υδατικά διαλύματα που προκύπτουν στον φλοιό τής Γης από την ανάμιξη τών αερίων… … Dictionary of Greek